Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Το ζητούμενο των εκλογών

Tου Νικου Κ. Αλιβιζατου*
Από το 1974, ποτέ η έκβαση εκλογών δεν ήταν τόσο απρόβλεπτη όσο των επικείμενων. Ο μεγάλος αριθμός πρωτοεμφανιζόμενων κομμάτων αποκλείει κάθε πρόβλεψη για τις επιδόσεις τους. Από την άλλη, τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν χάσει την παλαιά αξιοπιστία τους και η επιρροή τους έχει περιορισθεί σημαντικά.
Υπό διαφορετικές συνθήκες, το στοιχείο αυτό του «απρόβλεπτου» θα μπορούσε να αναζωογονήσει το πολιτικό σύστημα. Οι περιστάσεις όμως σε Ελλάδα και Ευρώπη είναι τόσο κρίσιμες και ο χρόνος τόσο πιεστικός, ώστε να μην υπάρχουν πολλά περιθώρια για πειραματισμούς. Ούτε, πολύ λιγότερο, για κυνήγια ουτοπίας.

Γιατί η έξοδός μας από το ευρώ, οικειοθελής ή εξαναγκασμένη, δεν θα σημάνει απλώς δραματική απώλεια εισοδήματος και υλικού πλούτου – κάτι αυτό καθεαυτό καταστροφικό για τους αδυνάτους. Θα σημάνει, κατά πάσα βεβαιότητα, και αποκοπή από την Ευρώπη, δηλαδή από την πνευματική, πολιτιστική και εντέλει πολιτική ενδοχώρα της πατρίδας μας.
Είμαι βέβαιος ότι η συντριπτική πλειονότητα του λαού μας απορρίπτει κατηγορηματικά αυτό το ενδεχόμενο. Παρά την αγανάκτηση που μας προκάλεσε η ανάλγητη πολιτική των κ. Μέρκελ και Σαρκοζί, οι περισσότεροι Ελληνες εξακολουθούμε να βλέπουμε την Ευρώπη ως κοιτίδα όχι μόνο του δυτικού πολιτισμού, αλλά και του κράτους πρόνοιας.
Θέλω, λοιπόν, για λόγους πνευματικής εντιμότητας, να υποβάλω ταπεινά στους αναγνώστες αυτής της στήλης μερικές σκέψεις για το πώς το απεχθές αυτό ενδεχόμενο μπορεί να αποτραπεί.
Οι εκλογές δεν είναι μόνο ψυχοθεραπεία. Η αποδοκιμασία όσων μας οδήγησαν στο χάος και η τιμωρία τους πρέπει να συνδυάζεται με ψυχραιμότερες σκέψεις για το αύριο της πατρίδας.
Για όσους λοιπόν πιστεύουμε στο ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας, προέχει η ανάδειξη στην επόμενη Βουλή μιας ισχυρής κυβέρνησης, ικανής να προχωρήσει με ταχείς ρυθμούς τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για να βγει η χώρα από την κρίση. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται μόνο πολιτική βούληση. Χρειάζεται τεχνογνωσία, ευστροφία, τόλμη και δημιουργικότητα, ώστε η κυβέρνηση αυτή να εκμεταλλευθεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και τα περιθώρια που αφήνουν το Μνημόνιο και οι συμφωνίες που το συνοδεύουν.
Τα περιθώρια αυτά είναι σημαντικά σε τομείς τόσο διαφορετικούς όσο το φορολογικό σύστημα, η διοικητική και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η απονομή της δικαιοσύνης. Το στοιχείο που ώς τώρα έλειπε είναι η αποφασιστικότητα των κυβερνώντων να αναμετρηθούν με τον κακό τους εαυτό, με κεκτημένα συμφέροντα και συντεχνίες.
Ποιες δυνάμεις μπορούν να στηρίξουν μια τέτοια κυβέρνηση στην προσεχή Βουλή; Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, κανένα κόμμα δεν θα πετύχει αυτοδυναμία. Από την άλλη, Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ δεν αναμένεται να συγκεντρώσουν μαζί πολύ πάνω από το 45%-50% των ψήφων. Ετσι, το ερώτημα που τίθεται είναι αν και οι δύο μαζί θα πάρουν τελικά τουλάχιστον 151 έδρες στη νέα Βουλή. Αν ναι, είναι πολύ πιθανό να συμπράξουν. Αν όχι, θα πρέπει υποχρεωτικά να αναζητήσουν τη στήριξη ενός τουλάχιστον από τα 5-6 «μικρά» κόμματα, που ενδέχεται να ξεπεράσουν το 3% και να μπουν στη Βουλή.
Η εξάμηνη εμπειρία της κυβέρνησης Παπαδήμου έδειξε ότι, τουλάχιστον στα δύσκολα, τα δύο «μεγάλα» κόμματα μπορούν να συνεργασθούν. Οι σημερινές ηγεσίες τους ωστόσο έχουν να λογαριασθούν με ισχυρότατες ενδοκομματικές μειοψηφίες, έτοιμες να ενδώσουν σε ακραίες αντιμνημονιακές θέσεις και τον πειρασμό της αυτοδυναμίας. Εξάλλου, τους τελευταίους έξι μήνες δεν έχει βέβαια εξαλειφθεί ο συγκρουσιακός τρόπος με τον οποίο αντιπαρετίθεντο στο παρελθόν.
Ετσι, όπως πιστεύω, η πιθανότητα ειλικρινούς σύμπραξης των δύο «μεγάλων» κομμάτων δεν θα εξαρτηθεί από τις προθέσεις των ηγητόρων τους. Θα εξαρτηθεί από μας, από την ετυμηγορία της κάλπης: όσο πιο κοντά βρεθεί το πρώτο κόμμα (η Ν.Δ., κατά πάσα βεβαιότητα) στην αυτοδυναμία τόσο η λύση αυτή θα απομακρύνεται. Διότι αν η Ν.Δ. ξεπεράσει πολύ το 30%, είναι μοιραίο ο κ. Σαμαράς να διεκδικήσει όχι μόνο την πρωθυπουργία, αλλά και την αυτοδυναμία, με νέες εκλογές το ταχύτερο. Αντιθέτως, αν η Ν.Δ. περιορισθεί σε ποσοστό κάτω του 30%, τότε είναι πολύ πιθανό, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη, να στηρίξει ειλικρινώς μια κυβέρνηση συνεργασίας. Πολύ περισσότερο αν το προβάδισμά της από το ΠΑΣΟΚ είναι τελικά μικρό. Αν αυτό συμβεί, είναι φανερό ότι η διαπραγματευτική ισχύς του κ. Βενιζέλου θα είναι αυξημένη όσο πιο πολύ το ΠΑΣΟΚ ξεκολλήσει από το 18%-20% που του δίνουν οι προβλέψεις.
Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι μια κυβέρνηση που θα στηρίζεται αποκλειστικά στα δύο «μεγάλα» κόμματα δεν θα έχει τη δύναμη να προωθήσει επιτυχώς τις αλλαγές που έχει ανάγκη ο τόπος. Πρώτον, γιατί ένα σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης θα αισθάνεται ότι, παρά την κρίση, τίποτα δεν άλλαξε, ότι οι ίδιοι άνθρωποι μας κυβερνούν ελέω τώρα εκλογικού νόμου. Ετσι, η νομιμοποιητική βάση μιας τέτοιας κυβέρνησης θα είναι περιορισμένη, ακόμη και αν το ποσοστό Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ υπερβεί αθροιστικά το 50% των ψήφων. Από την άλλη, ούτε η Ν.Δ. ούτε το ΠΑΣΟΚ έχουν δώσει επαρκή δείγματα ότι άλλαξαν. Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει: οι προτάσεις του κ. Βενιζέλου για το πολίτευμα θυμίζουν μπαγιάτικο πυροτέχνημα. Ενώ η επιλογή του κ. Σαμαρά για την πρώτη θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας δείχνει πώς η Ν.Δ. αντιλαμβάνεται την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Ο μόνος παράγοντας που φαίνεται ικανός σήμερα να εμποδίσει τη διαιώνιση των παλαιοκομματικών πρακτικών των δύο «μεγάλων» είναι η συμμετοχή σε μια δική τους κυβέρνηση τουλάχιστον ενός «μικρού». Διότι, όπως ακριβώς συνέβη και με τον κ. Παπαδήμο, μόνον η παρουσία ενός «τρίτου» μπορεί να συγκρατήσει τους αποτυχημένους από το να σπρώξουν τη χώρα βαθύτερα στο κενό.
Αν λοιπόν ζητούμενο των εκλογών της προσεχούς Κυριακής είναι μια κυβέρνηση ισχυρή με προοπτική τετραετίας, αποφασισμένη να τα δώσει όλα για να βγάλει τη χώρα από την κρίση, η συνεργασία των δύο «μεγάλων» κομμάτων δεν αρκεί. Θα πρέπει η ψήφος μας να επιβάλει τη σύμπραξή τους με τουλάχιστον ένα από τα «μικρά», ακόμη και αν οι «μεγάλοι» ξεπεράσουν αθροιστικά τους 151 βουλευτές.
Στον καθένα μας απόκειται να κάνουμε τη σωστή επιλογή. Aν, από θυμό, δυσπιστία ή απογοήτευση, δεν αντέχουμε να ψηφίσουμε «μεγάλο» κόμμα, ας ψηφίσουμε «μικρό». Οχι συγκινησιακά, ούτε ως σπονδή στα νιάτα μας, αλλά αφού προηγουμένως ξεκαθαρίσουμε ότι το κόμμα που τελικά θα επιλέξουμε πιστεύει στην Ευρώπη, στην ευρηματικότητα του λαού μας και στη δυνατότητα ριζικών μεταρρυθμίσεων από σήμερα, με ελευθερία και δικαιοσύνη, δημοκρατία και αλληλεγγύη.
* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου