Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Η Αφετηρία και η πρόβλεψη της καταστροφής και το εγκληματικό έλλειμμα της κυβέρνησης Καραμανλη


Αθήνα, 16 Φεβρουαρίου 2009
Θέμα: Η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2008-2009

( αν δες να είσαι πρόβατο των λαϊκιστών οφείλεις να ενημερωθείς από τις σωστές πηγές για να βγάλεις τα σωστά συμπεράσματα. ξεκινάμε από εδώ μια σειρά δημοσιεύσεων για να φανεί το πραγματικό πρόβλημα της Ελλάδας και γιατί πιστεύουμε η Ελλάδα δεν έχει καμία προοπτική είτε μέσα στο ευρώ είτε έξω από το ευρώ αν δεν αλλάξει πλήρως τον τρόπο που βλέπει τις ξένες επενδύσεις και τις πωλήσεις παγίων..)



Υποβλήθηκε σήμερα στη Βουλή των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2008-2009, σύμφωνα με όσα προβλέπει το Καταστατικό της. Την Έκθεση παρέδωσε στον Πρόεδρο της Βουλής κ. Δημήτριο Σιούφα ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γεώργιος Προβόπουλος. Στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε, ο Διοικητής συνόψισε ως εξής το κεντρικό μήνυμα της Έκθεσης:

«Τον περασμένο Οκτώβριο, η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος υπογράμμιζε ότι λόγω και της διεθνούς κρίσης έχουν αποδυναμωθεί οι παράγοντες που για πολλά χρόνια στήριζαν την οικονομική ανάπτυξη στη χώρα μας


Και επειδή επί σειρά ετών η εγχώρια ζήτηση αυξανόταν ταχύτερα από τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, ο πληθωρισμός παρέμενε διαρκώς υψηλότερος από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διευρυνόταν συνεχώς και το εξωτερικό χρέος του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα διογκωνόταν. Το μέγεθος και η επιμονή των ανισορροπιών αυτών υποδήλωναν ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές που συντελέστηκαν δεν ήταν επαρκείς, ίσως λόγω και του εφησυχασμού που ενέπνεαν οι ικανοποιητικοί ρυθμοί ανάπτυξης και η ένταξη στη ζώνη του ευρώ.

Τώρα που η παγκόσμια κρίση αγγίζει την ελληνική οικονομία, περιθώρια για εφησυχασμό δεν υπάρχουν. Στις καλές εποχές δεν κάναμε όσα θα μας επέτρεπαν σήμερα να αντιμετωπίζουμε την κρίση από ευνοϊκότερη θέση. Γι’ αυτό πρέπει να υιοθετήσουμε ένα πολυετές σχέδιο, το οποίο θα περιλαμβάνει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που δεν υλοποιήθηκαν τα τελευταία 15 χρόνια, με άμεση προτεραιότητα τη δημοσιονομική εξυγίανση. Μόνο η προσέγγιση αυτή θα πείσει τις διεθνείς αγορές για τις θετικές προοπτικές της οικονομίας μας, θα εξασφαλίσει λογικούς όρους δανεισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να τεθεί με ασφάλεια σε λειτουργία ο κινητήρας της ανάπτυξης, όταν η διεθνής οικονομία θα επανέρχεται σε ανοδική φάση του κύκλου.»

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

Α. Το διεθνές περιβάλλον: Τάσεις και προοπτικές

Η παγκόσμια οικονομία διανύει τη μεγαλύτερη κρίση από τη δεκαετία του 1930. Η έξοδος από αυτήν δεν θα είναι ούτε εύκολη ούτε γρήγορη, παρά τις εκτεταμένες παρεμβάσεις των εθνικών αρχών. Από τις πιο δύσκολες προκλήσεις αντιμετωπίζουν οι χώρες που έχουν υψηλό δημόσιο χρέος και μεγάλο έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Για το 2009 οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας διαγράφονται ζοφερές. Οι αρνητικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ του χρηματοπιστωτικού και του πραγματικού τομέα σχηματίζουν έναν ανατροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο, στον οποίο κυριαρχούν η αβεβαιότητα και η έλλειψη εμπιστοσύνης. Σε πολλές προηγμένες οικονομίες η παραγωγή μειώνεται. Στις αναδυόμενες οι ρυθμοί ανάπτυξης υποχωρούν ραγδαία. Το διεθνές εμπόριο συρρικνώνεται, μετά από πολλά χρόνια συνεχούς επέκτασης. Παντού ο ρυθμός πληθωρισμού μειώνεται και στις προηγμένες οικονομίες διαμορφώνεται πολύ χαμηλά.

Ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας δεν αναμένεται πριν από το 2010. Ο χρόνος έναρξης και η σταθερότητα της ανάκαμψης θα εξαρτηθούν από το ρυθμό με τον οποίο θα εξομαλύνονται οι ροές χρήματος και κεφαλαίων, θα αποκαθίσταται η λειτουργικότητα του πιστωτικού τομέα και θα ανακτάται η εμπιστοσύνη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Οι πρωτοφανούς κλίμακας παρεμβάσεις των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών για την αντιμετώπιση της κατάστασης θα περιορίσουν σημαντικά αλλά δεν θα εκμηδενίσουν τις επιπτώσεις της κρίσης. Για τη μεταστροφή των τάσεων προς θετική κατεύθυνση θα απαιτηθεί χρόνος.

Τα σχέδια των κυβερνήσεων της ΕΕ για την ενίσχυση της ρευστότητας και των κεφαλαίων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, της τάξεως των 2,9 τρισεκ. ευρώ (ή 23% του ΑΕΠ της ΕΕ το 2008), έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται. Σε εξέλιξη βρίσκεται, επίσης, το Σχέδιο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Οικονομίας, μια δέσμη δημοσιονομικών και άλλων μέτρων που ισοδυναμεί με το 1,5% του ΑΕΠ της ΕΕ και αξιοποιεί τα περιθώρια ευελιξίας του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Για χώρες όμως όπως η Ελλάδα, που παρουσιάζουν υψηλό δημόσιο χρέος και επίσης μεγάλο έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, τα περιθώρια παρέμβασης είναι μηδαμινά. Στις χώρες αυτές, μια χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής θα απέβαινε σε βάρος της οικονομίας αλλά και των ίδιων των δημοσιονομικών προοπτικών, διότι θα αύξανε ακόμη περισσότερο το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους.

Β. Νομισματική πολιτική και παρεμβάσεις του Ευρωσυστήματος
Η ενιαία νομισματική πολιτική της ζώνης του ευρώ έχει ως πρωταρχικό στόχο τη σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα. Η επίτευξη του στόχου αυτού αποτελεί την καλύτερη δυνατή συμβολή του Ευρωσυστήματος στην οικονομική ανάπτυξη. Και οι ευέλικτες και πρωτοφανείς παρεμβάσεις του συμβάλλουν καθοριστικά στην αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας

Λαμβάνοντας υπόψη τις προοπτικές για την πορεία του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έχει προβεί σε διαδοχικές μειώσεις του επιτοκίου των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, συνολικά κατά 225 μονάδες βάσης από τον περασμένο Οκτώβριο. Επιπλέον, με σημαντικές παρεμβάσεις στην αγορά χρήματος το Ευρωσύστημα διοχετεύει στα πιστωτικά ιδρύματα άφθονη ρευστότητα, ώστε να αποτρέπεται ο κλονισμός της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας από τις δυσλειτουργίες της διατραπεζικής αγοράς. Με τις παρεμβάσεις αυτές το Ευρωσύστημα συμβάλλει καθοριστικά στην άμβλυνση των εντάσεων, ενεργώντας ως διαμεσολαβητής μεταξύ των τραπεζών που διαθέτουν πλεόνασμα ρευστών διαθεσίμων και εκείνων που έχουν ανάγκη για πρόσθετη ρευστότητα.

Επίσης το Ευρωσύστημα έχει ενεργό συμμετοχή στις μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλει συντονισμένα η διεθνής κοινότητα για την αναθεώρηση της αρχιτεκτονικής του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι προσπάθειες αποβλέπουν στη θεραπεία των δομικών αδυναμιών που ανέδειξε η παρούσα κρίση, ώστε να περιοριστεί στο μέλλον η πιθανότητα εκδήλωσης συστημικών διαταράξεων παρόμοιας έντασης και διάρκειας. 

Για το σκοπό αυτό απαιτούνται κυρίως:

§ Ουσιαστική ενίσχυση της διαφάνειας σε όλες τις πτυχές λειτουργίας του πιστωτικού συστήματος, ώστε οι πιστωτικά συναλλασσόμενοι να βασίζουν τις επιλογές και τη δράση τους σε επαρκείς, επίκαιρες και αξιόπιστες πληροφορίες.

§ Τιθάσευση της μυωπικής συμπεριφοράς των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επενδυτών. Εξουδετέρωση, δηλαδή, των κινήτρων που οδηγούν σε υπερβολική προσήλωση στις βραχυπρόθεσμες ανταμοιβές και σε αδιαφορία για τις πιο μακρόπνοες στοχεύσεις, από τις οποίες εξαρτώνται η συστημική σταθερότητα και η κοινωνική ευημερία.

§ Ελάττωση της υπερ-κυκλικότητας του πιστωτικού συστήματος, η οποία μεγεθύνει τις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου. Περιορισμός, δηλαδή, της προδιάθεσης του συστήματος να εκτίθεται υπερβολικά σε κινδύνους, όταν ο οικονομικός κύκλος βρίσκεται σε άνοδο, ενώ σε περιόδους ύφεσης τηρεί υπερβολικά συντηρητική στάση, που αποστερεί από τις αναγκαίες πιστώσεις τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Γ. Επιδράσεις τις παγκόσμιας κρίσης στην ελληνική οικονομία
Η ελληνική οικονομία επηρεάζεται από τους κραδασμούς της παγκόσμιας οικονομίας, τόσο αυτούς που οφείλονται στις χρηματοπιστωτικές δυσλειτουργίες όσο και εκείνους που απορρέουν από τη συρρικνούμενη διεθνή παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα.

Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση επηρεάζει την ελληνική οικονομία, αφού επιβραδύνει την εγχώρια πιστωτική επέκταση. Η προσφορά πιστώσεων περιορίζεται λόγω του παγώματος των αγορών από τις οποίες οι τράπεζες αντλούν κεφάλαια και λόγω της εφαρμογής αυστηρότερων κριτηρίων έγκρισης και χορήγησης δανείων. Περιορίζεται επίσης η ζήτηση πιστώσεων, λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας που διακατέχει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, η οποία αποθαρρύνει την ανάληψη δανειακών υποχρεώσεων, ιδίως μακράς διάρκειας.

Η επιβράδυνση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις επηρεάζει την ιδιωτική κατανάλωση (της οποίας ο ρυθμός ανόδου το 2009 θα εμφανίσει περαιτέρω σημαντική επιβράδυνση), τις επενδύσεις σε κατοικίες (που το 2009 θα συνεχίσουν να μειώνονται) και τις επιχειρηματικές επενδύσεις (που το 2009 θα μείνουν σχεδόν στάσιμες). Αρνητικά επίσης επιδρούν στις επιχειρηματικές επενδύσεις η υποτονική ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών και η μειωμένη κερδοφορία.

Η παγκόσμια κρίση και η μείωση του διεθνούς εμπορίου θα επηρεάσουν το 2009 δυσμενώς τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών, ιδίως προς την ΕΕ και τις χώρες τις ΝΑ Ευρώπης. Οι εισπράξεις από υπηρεσίες μεταφορών (ναυτιλιακές) θα καταγράψουν μείωση, λόγω της πτώσης των ναύλων και της μείωσης του όγκου του παγκόσμιου εμπορίου. Μείωση επίσης είναι πιθανό να σημειώσουν οι ταξιδιωτικές εισπράξεις από επισκέπτες που προέρχονται από τη Δυτική Ευρώπη, τις ΗΠΑ, τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία.

Η ένταξη στη ζώνη του ευρώ παρέχει στην ελληνική οικονομία πολύτιμη προστασία από τους έντονους κραδασμούς της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το ενιαίο νόμισμα αποτελεί εφαλτήριο για την αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της νομισματικής σταθερότητας και της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Η αξιοποίηση αυτή προϋποθέτει όμως τις αναγκαίες προσαρμογές και μεταρρυθμίσεις.

Δ. Τα βασικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας το 2009
Εφέτος ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί γύρω στο 0,5%. Το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί καθώς η άνοδος της συνολικής απασχόλησης θα ανακοπεί. Ιδιαίτερα σε ορισμένους κλάδους ή κατηγορίες εργαζομένων η απασχόληση θα μειωθεί. Ο πληθωρισμός, σε μέσο επίπεδο έτους, θα υποχωρήσει στο 1,8% ή και χαμηλότερα, αλλά ο πυρήνας του πληθωρισμού θα υποχωρήσει πολύ λιγότερο και θα διαμορφωθεί γύρω στο 3%. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα περιοριστεί για λόγους συγκυριακούς.

Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι ο ετήσιος ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ, που πέρυσι επιβραδύνθηκε στο 3%, το 2009 θα διαμορφωθεί γύρω στο 0,5%, παραμένοντας ωστόσο θετικός, ενώ για το σύνολο της ζώνης του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπεται μείωση του ΑΕΠ κατά περίπου 2%.

Λόγω της οικονομικής επιβράδυνσης, θα ανακοπεί το 2009 η ανοδική τάση που κατέγραφε η απασχόληση τα τελευταία χρόνια, ενώ οι μέσες ώρες εργασίας στο μη αγροτικό ιδιωτικό τομέα αναμένεται ότι θα μειωθούν. Σε ορισμένους κλάδους μάλιστα (π.χ. επιχειρήσεις εξαγωγικές, εισαγωγικού εμπορίου, κατασκευαστικές, τουριστικές, χρηματοπιστωτικές) και για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων (π.χ. προσωρινά απασχολούμενοι, μετανάστες εργαζόμενοι) η απασχόληση θα μειωθεί. Το συνολικό ποσοστό ανεργίας ενδέχεται να μην αυξηθεί δραματικά, δεδομένου ότι ο ρυθμός ανόδου του εργατικού δυναμικού έχει υποχωρήσει σε σχετικά χαμηλό επίπεδο την τελευταία τετραετία.

Ο ρυθμός πληθωρισμού από τα μέσα του 2008 υποχωρεί. Το Δεκέμβριο διαμορφώθηκε στο 2,2%, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο του 2000. Για το 2009 αναμένεται ότι θα συνεχίσει να μειώνεται μέχρι τα μέσα του έτους, οπότε ενδέχεται να διαμορφωθεί γύρω στο 1%, ενώ στη συνέχεια θα αυξηθεί και πάλι. Η κύμανση αυτή στη διάρκεια του έτους θα οφείλεται στην κατά μήνα διαφορά των διεθνών τιμών του πετρελαίου σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2008. Σε μέσο επίπεδο έτους, ο πληθωρισμός το 2009 εκτιμάται ότι μπορεί να υποχωρήσει στο 1,8% ή και χαμηλότερα, έναντι 4,2% το 2008. Ο πυρήνας του πληθωρισμού όμως προβλέπεται ότι θα υποχωρήσει πολύ λιγότερο, στο 3,0-3,1% (από 3,4% το 2008), παραμένοντας υψηλότερος από το αντίστοιχο μέγεθος στη ζώνη του ευρώ. Η μικρή υποχώρηση του πυρήνα του πληθωρισμού θα οφείλεται κυρίως στο ότι οι συνθήκες υπερβάλλουσας ζήτησης, που ήδη εξασθένησαν το 2008, εφέτος αντιστρέφονται. Αναμένεται επίσης ότι το 2009 θα συνεχιστεί η μείωση των περιθωρίων κέρδους που παρατηρήθηκε πέρσι, ενώ ο ρυθμός ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος θα επιβραδυνθεί κάπως, παραμένοντας ωστόσο σε υψηλό επίπεδο.

Το 2009 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα επηρεαστεί σημαντικά από την επιδείνωση του διεθνούς και του εγχώριου οικονομικού περιβάλλοντος. Και αναμένεται ότι θα μειωθεί αισθητά ως ποσοστό του ΑΕΠ, κυρίως επειδή η αναμενόμενη μείωση των εισαγωγών αγαθών έχει μεγαλύτερο σχετικό βάρος από την αναμενόμενη μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Οι εισαγωγές αγαθών εκτός καυσίμων θα επηρεαστούν δυσμενώς από την υποτονικότητα της εγχώριας ζήτησης, ενώ οι καθαρές πληρωμές για εισαγωγές καυσίμων θα μειωθούν λόγω των χαμηλότερων ετήσιων τιμών του πετρελαίου.

Ε. Η επιμονή του εξωτερικού ελλείμματος: Αιτίες και θεραπεία
Το 2009 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, παρά τη μείωση, θα παραμείνει υψηλό. Και θα αρχίσει πάλι να διευρύνεται, όταν ξεκινήσει η ανάκαμψη της οικονομίας. Είναι επιτακτική η ανάγκη εφαρμογής μέτρων πολιτικής με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, που θα θεραπεύουν τις χρόνιες εσωτερικές ανισορροπίες και τις δομικές αδυναμίες που τροφοδοτούν και διευρύνουν το εξωτερικό έλλειμμα.

Βασικές αιτίες αυτού του μεγάλου προβλήματος είναι η υστέρηση της εγχώριας συνολικής αποταμίευσης σε σύγκριση με τις εγχώριες συνολικές επενδύσεις (κυρίως διότι η δημόσια αποταμίευση είναι αρνητική και η ιδιωτική αποταμίευση ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι πολύ χαμηλή), η συνεχιζόμενη υποχώρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας κόστους και τιμών των ελληνικών προϊόντων και το χαμηλό επίπεδο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τροφοδοτείται και από τις ανισορροπίες του δημόσιου τομέα. Τα δημόσια ελλείμματα καθώς και σημαντικό τμήμα των ιδιωτικών επενδύσεων χρηματοδοτούνται με δανειακούς ή άλλους πόρους του εξωτερικού, δεδομένου ότι η αποταμίευση των νοικοκυριών είναι πολύ χαμηλή και δεν επαρκεί. Π.χ. τα τελευταία χρόνια η αρνητική αποταμίευση του τομέα της γενικής κυβέρνησης επιβάρυνε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ετησίως. Επιπλέον, η χρονίως χαμηλή παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της συνολικής οικονομίας.

ΣΤ. Πιστωτικές συνθήκες: Τάσεις και προοπτικές
Η εφαρμογή του κυβερνητικού σχεδίου ενίσχυσης της ρευστότητας ενισχύει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και θα αποτρέψει τη δημιουργία πιστωτικής στενότητας. Οι τράπεζες οφείλουν να αξιοποιήσουν τις ρυθμίσεις του σχεδίου αξιολογώντας προσεκτικά τις οικονομικές συνθήκες

Το 2008 ο ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα επιβραδύνθηκε. Μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου η επιβράδυνση ήταν ήπια και ο ρυθμός παρέμενε υψηλός. Αλλά στο τελευταίο δίμηνο του έτους επιβραδύνθηκε ραγδαία, καθώς τα νέα τραπεζικά δάνεια που χορηγήθηκαν στο δίμηνο αυτό ήταν σημαντικά χαμηλότερα από εκείνα που είχαν χορηγηθεί στην αντίστοιχη περίοδο του 2007. Στο δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2008, σε σύγκριση με το αντίστοιχο δίμηνο του προηγούμενου έτους, η καθαρή ροή νέων τραπεζικών δανείων προς τις επιχειρήσεις ήταν μειωμένη κατά 62,7%, η αντίστοιχη ροή των στεγαστικών κατά 52,5% και των καταναλωτικών κατά 68%.

Ο ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα θα συνεχίσει να επιβραδύνεται τους επόμενους μήνες. Εκτιμάται όμως ότι, κατά μέσο όρο για ολόκληρο το 2009, είναι δυνατόν να διαμορφωθεί γύρω στο 10%, εφόσον συντρέξουν ορισμένες βασικές προϋποθέσεις. Πρώτη και κυριότερη είναι η πλήρης αξιοποίηση από τις τράπεζες των ρυθμίσεων του κυβερνητικού σχεδίου ενίσχυσης της ρευστότητας, συνολικού ύψους 28 δις ευρώ. Δεύτερη προϋπόθεση είναι να διαμορφωθεί η οικονομική δραστηριότητα κοντά στις προβλέψεις και τους ρυθμούς που προαναφέρθηκαν, ώστε το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών να διατηρηθεί σε ύψος ικανό να στηρίξει την άνοδο των καταθέσεων. Τρίτη προϋπόθεση είναι να υπάρξει περιορισμένη μόνο επίπτωση στις τραπεζικές καταθέσεις από τη στροφή του Δημοσίου στην έκδοση τίτλων με ανταγωνιστικά επιτόκια, οι οποίοι διατίθενται τελευταία στην εγχώρια αγορά.

Τα θεμελιώδη μεγέθη του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχουν επηρεαστεί σε χαμηλότερο βαθμό από τη διεθνή κρίση, σε σύγκριση με τα τραπεζικά συστήματα άλλων χωρών. Σε αυτό έχουν συμβάλει οι συνεχείς έλεγχοι από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οριακή μόνο έκθεση των τραπεζών σε λεγόμενα “τοξικά” στοιχεία ενεργητικού, η μικρή εξάρτησή τους από τις αγορές για την άντληση κεφαλαίων, τα ικανοποιητικά τους επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας και βαθμού μόχλευσης του ενεργητικού. Τα δεδομένα αυτά επέτρεψαν στις ελληνικές τράπεζες να παραμένουν κατά βάση υγιείς και ισχυρές, ακόμη και όταν το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα πορεύεται εν μέσω θυέλλης.

Ενόψει των αυξημένων κινδύνων που απορρέουν από την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, την υψηλή μεταβλητότητα στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων, καθώς και τις επικρατούσες συνθήκες χαμηλής ρευστότητας και μειωμένης κερδοφορίας, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ζητήσει από τις τράπεζες την εφαρμογή των κατάλληλων πολιτικών, ώστε να διασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις των δεικτών αποδοτικότητας, ποιότητας του χαρτοφυλακίου χρηματοδοτήσεων, ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, η Τράπεζα της Ελλάδος παροτρύνει τις τράπεζες να κάνουν ορθολογική χρήση των πόρων του κυβερνητικού σχεδίου ενίσχυσης της ρευστότητας. Παράλληλα, έχει ζητήσει από τις τράπεζες να συγκρατήσουν τις παροχές (bonus) προς τα υψηλόβαθμα στελέχη τους και να περιορίσουν σημαντικά τα μερίσματα που διανέμουν, προκειμένου να ενισχύσουν τα κεφάλαιά τους και τις προβλέψεις έναντι επισφαλών απαιτήσεων.

Ζ. Η διαφορά απόδοσης (spread) των ελληνικών ομολόγων
Οι επιφυλάξεις των αγορών για τις δημοσιονομικές προοπτικές και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επηρεάζουν δυσμενώς τους όρους εξωτερικού δανεισμού του Δημοσίου, με επιπτώσεις που διαχέονται σε όλη την οικονομία.

Μολονότι άλλες χώρες στην περίοδο 2008-2010 θα έχουν δημοσιονομικά ελλείμματα μεγαλύτερα από την Ελλάδα, η διαφορά αποδόσεων των κρατικών ομολόγων τους από τα αντίστοιχα γερμανικά είναι πολύ μικρότερη από ό,τι στην περίπτωση των ελληνικών ομολόγων. Αυτό συμβαίνει επειδή οι άλλες χώρες έχουν εισέλθει σε περίοδο ύφεσης και τα ελλείμματά τους έχουν κυρίως κυκλικό χαρακτήρα, ενώ το δημόσιο χρέος τους είναι πολύ χαμηλότερο από το ελληνικό. Αντίθετα, τα ελληνικά δεδομένα που ανησυχούν τις αγορές (δημοσιονομικές προοπτικές, δημόσιο χρέος, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, μελλοντικές υποχρεώσεις του ασφαλιστικού συστήματος) οφείλονται σε αίτια που έχουν κυρίως διαρθρωτικό χαρακτήρα.

Σημαντική υποχώρηση της διαφοράς αποδόσεων δεν διαφαίνεται για τους επόμενους μήνες. Όπως η πολύ μικρή διαφορά αποδόσεων στο παρελθόν αντανακλούσε μια γενικότερη τάση των αγορών να υποεκτιμούν τους κινδύνους, έτσι και η πρόσφατη μεγάλη διεύρυνση της διαφοράς αντανακλά μια γενικότερη τάση υπερεκτίμησης και την υπερβολική απροθυμία των διεθνών επενδυτών να αναλάβουν κινδύνους. Πέραν αυτού, αναμένεται ότι τους επόμενους μήνες η προσφορά κρατικών (και εταιρικών) τίτλων στη διεθνή αγορά θα αυξηθεί σημαντικά, λόγω των μέτρων δημοσιονομικής ώθησης και των προγραμμάτων ενίσχυσης των τραπεζών που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες. Αυτό θα ασκήσει ανοδική επίδραση στις αποδόσεις των τίτλων και ενδεχομένως στις κατά χώρα διαφορές αποδόσεων, γεγονός που θα αύξανε περαιτέρω το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου.

Η διεύρυνση της διαφοράς αποδόσεων διαχέεται ως επιπρόσθετο κόστος στο σύνολο της οικονομίας, δεδομένου ότι οι τράπεζες και οι λοιπές επιχειρήσεις αντλούν κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές με όρους που συνήθως είναι δυσμενέστεροι από τους όρους δανεισμού του Δημοσίου. Επιπλέον, η διεύρυνση της διαφοράς αποδόσεων συνεπάγεται υψηλότερη μελλοντική επιβάρυνση των φορολογουμένων.

Η. Δημοσιονομική πολιτική, Σύμφωνο Σταθερότητας και Στρατηγική της Λισσαβόνας
Εάν ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των αγορών και των οικονομικών φορέων, είναι εφικτό μια εκ πρώτης όψεως συσταλτική δημοσιονομική πολιτική να έχει επεκτατικό αποτέλεσμα. Αντίθετα, στις σημερινές συνθήκες, μια φαινομενικά επεκτατική πολιτική θα κατέληγε εκ των πραγμάτων να είναι συσταλτική, διότι θα είχε πολλαπλό κόστος, άμεσο και μεσοπρόθεσμο.

Ενώ οι συνθήκες οικονομικής επιβράδυνσης θα υποδήλωναν κατ‘ αρχήν την ανάγκη να δοθεί δημοσιονομική ώθηση στην ανάπτυξη, δεν υπάρχουν περιθώρια για παραδοσιακού τύπου δημοσιονομική ώθηση, λόγω του ύψους του δημοσιονομικού ελλείμματος, του δημόσιου χρέους και του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική είναι αναγκαία όχι μόνο για να τηρηθούν οι κανόνες του αναθεωρημένου και ευέλικτου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αλλά και για να βελτιωθούν οι όροι εξωτερικού δανεισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Για το λόγο αυτό, απαραίτητο είναι η δημοσιονομική πολιτική να αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου, το οποίο θα κινείται προς τις εξής βασικές κατευθύνσεις:

Άμεσος περιορισμός του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω από 3% του ΑΕΠ εφέτος και περαιτέρω μείωσή του περίπου κατά 1% του ΑΕΠ ετησίως την επόμενη τριετία, ώστε να μηδενιστεί το 2012. 
( τέλος 2009 με τα ψεύτικα στοιχεία Καραμανλή τελικά το έλλειμμα ήταν 15% με μοβ χρώμα είναι δικά μου σχόλια) 

Η μείωση αυτή είναι εφικτή, εάν συλληφθεί μέρος της τεράστιας φοροδιαφυγής και, κυρίως, εάν επιτευχθεί ουσιαστική περιστολή της σπατάλης και αύξηση της αποτελεσματικότητας των κρατικών δαπανών. Από ερευνητική εργασία της ΕΚΤ προκύπτει ότι, στη χώρα μας, η ίδια παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με δαπάνες μικρότερες κατά 30%. Επομένως, με ορθή ανακατανομή των δαπανών και αύξηση της αποτελεσματικότητάς τους, είναι εφικτό να εξοικονομηθούν πόροι για να στηριχθούν οι πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και να ενισχυθούν οι δημόσιες επενδύσεις, που αποδεδειγμένα έχουν μεγαλύτερο αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας θα συνέβαλλε επίσης η ταχεία προώθηση μεταρρυθμίσεων που δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος αλλά συντελούν άμεσα στη βελτίωση της παραγωγικότητας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η μείωση της γραφειοκρατίας και η ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισμού.

• Εφαρμογή πλέγματος μεταρρυθμίσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Χωρίς εκτεταμένες και ρηξικέλευθες αλλαγές στις δομές του ευρύτερου δημόσιου τομέα δεν είναι δυνατό να τιθασευτεί το δημόσιο χρέος. Χρειάζονται σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα (της τάξεως του 4,5-5% του ΑΕΠ), προκειμένου να επιτευχθεί ουσιαστική μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ κάτω από την τιμή αναφοράς της Συνθήκης του Μάαστριχτ (60%) μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, π.χ. εντός 10 ετών. ( τα ήξεραν από το 2009 αλλά άρχισαν να τα εφαρμόζουν μετά το 1 μνημονιο και ενώ όλη η αντιπολίτευση συνέχισε να λαϊκίζει και να μην συναινεί στο έργο της κυβέρνησης γαπ.) 

Αυτό είναι απαραίτητο και για να καλύπτονται στο μέλλον οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες που θα συνεπάγεται η γήρανση του πληθυσμού. Ένα σύνολο προτάσεων για διαρθρωτικά μέτρα που θα βελτίωναν σημαντικά τις μελλοντικές δημοσιονομικές δυνατότητες συνοψίζεται στο Πλαίσιο Ι.1 της Έκθεσης.

• Ταχύτερη υλοποίηση της Στρατηγικής της Λισσαβόνας. Η προαγωγή της δημοσιονομικής εξυγίανσης μεσοπρόθεσμα απαιτεί, πέραν εκείνων που προαναφέρθηκαν, και μεταρρυθμίσεις στους τομείς της φορολογικής διοίκησης, των διαδικασιών κατάρτισης και εκτέλεσης του Προϋπολογισμού και του συστήματος συντάξεων. Οι προτεραιότητες αυτές έχουν τεθεί και στο πλαίσιο της Στρατηγικής της Λισσαβόνας και πρέπει η υλοποίησή τους να προχωρήσει ταχύτερα. Το ίδιο ισχύει και για τις μεταρρυθμίσεις που αποβλέπουν στην καλύτερη άσκηση των ρυθμιστικών και ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της δημόσιας διοίκησης, την ταχύτερη διαδικασία εφαρμογής της νομοθεσίας, την ουσιαστική μείωση της γραφειοκρατίας και την αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς. Η πρόοδος στους τομείς αυτούς θα βελτιώσει σημαντικά το επιχειρηματικό κλίμα και την ελκυστικότητα της χώρας ως κέντρο ανάπτυξης δραστηριοτήτων στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Στην αύξηση της ποιότητας και της αποδοτικότητας των επενδύσεων θα συνέβαλαν επίσης οι μεταρρυθμίσεις που προάγουν την “έρευνα και ανάπτυξη”, την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των πόρων των Διαρθρωτικών Ταμείων και την ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισμού.

Τόνωση του ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και παραγωγικών συντελεστών. Ενδεικτικά αναφέρονται οι τομείς των ελεύθερων επαγγελμάτων, της ενέργειας και των οδικών μεταφορών.

• Ποιοτική αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού.
Ο κατάλογος των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών που απαιτούνται για το σκοπό αυτό είναι μακροσκελής: Ενδυνάμωση των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης. Μετατροπή της αδήλωτης εργασίας σε επίσημη (νόμιμη). Μείωση του μη μισθολογικού κόστους της απασχόλησης χαμηλομίσθων. Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση και κατάρτιση και στα προγράμματα δια βίου μάθησης. Διευκόλυνση της μετάβασης στον επαγγελματικό βίο. Βελτίωση των συστημάτων φροντίδας των παιδιών. Προώθηση των ίσων ευκαιριών απασχόλησης ανδρών και γυναικών. Εξάλειψη των φορολογικών αντικινήτρων που περιορίζουν τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας ορισμένων ομάδων πληθυσμού, π.χ. των γυναικών και των ατόμων σχετικά μεγαλύτερης ηλικίας.

• Εκσυγχρονισμός του προτύπου παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας. Η ελληνική οικονομία είναι ιδιαιτέρως ενεργοβόρα και η πετρελαϊκή της εξάρτηση παραμένει μεγάλη. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, η Ελλάδα ως μεσογειακή χώρα θα πληγεί πιο έντονα από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η νέα ευρωπαϊκή πολιτική για την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή θέτει ως στόχους για όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και την αύξηση της χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η εφαρμογή και από την Ελλάδα της πολιτικής αυτής προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, καλύτερη οργάνωση της παραγωγής με εισαγωγή λιγότερο ενεργοβόρας τεχνολογίας, καθώς και καλύτερη οργάνωση της ζωής στις πόλεις – με καλύτερη οργάνωση των δημόσιων συγκοινωνιών, ώστε να μειωθεί η χρήση των πιο ενεργοβόρων μέσων μεταφοράς, και με χρήση νέων τεχνολογιών και εναλλακτικών πηγών ενέργειας για τη μόνωση και τη θέρμανση των κατοικιών και των άλλων κτιρίων. Η πραγματοποίηση αυτών των αλλαγών απαιτεί σωστό σχεδιασμό και κατάλληλα κίνητρα.

Η πρόοδος προς την επίτευξη των στόχων που θέτει η νέα ευρωπαϊκή πολιτική έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία για τη χώρα. Η πρόοδος αυτή δεν είναι μόνο απαραίτητη από τη σκοπιά της κλιματικής αλλαγής και της βελτίωσης της ποιότητας ζωής, αλλά μπορεί επιπλέον να οδηγήσει στην πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων και να συμβάλει ουσιαστικά στην ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισμού στον τομέα της ενέργειας, την ίδρυση νέων επιχειρήσεων, τη δημιουργία πολλών νέων θέσεων απασχόλησης, την αξιόλογη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας και τον αντίστοιχο περιορισμό του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η σημερινή συγκυρία δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί εμπόδιο για τέτοιες εξελίξεις. Αντιθέτως μάλιστα, οι επενδύσεις στην ενέργεια και οι αποκαλούμενες “πράσινες” επενδύσεις μπορούν να δώσουν μια εξαιρετικά χρήσιμη ώθηση στην ανάκαμψη των οικονομιών, όπως επισημαίνεται και στο Σχέδιο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Οικονομίας.

Tο πλήρες κείμενο της Έκθεσης είναι διαθέσιμο και στον δικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου